- ξαίνω
- (ΑΜ ξαίνω)(σχετικά με έριο ή λινάρι) χτενίζω για να τό καταστήσω κατάλληλο για κλώσιμο, λαναρίζω («εἴριά τε ξαίνειν καὶ δουλοσύνην ἀνέχεσθαι», Ομ. Οδ.)νεοελλ.παροιμ. α) «ξαίνει, ξαίνει η παπαδιά, κι ο παπάς ξεβράκωτος» — λέγεται για εκείνους που ασχολούνται συνεχώς με κάτι χωρίς θετικό αποτέλεσμαβ) «έλεγα να ξανασάνω, μά 'βρα εδώ μαλλιά να ξάνω» — λέγεται για κάποιον που μάταια ελπίζει ότι θα αναπαυθεί ή θα απαλλαγεί από μέριμνεςμσν.1. (για τρίχες) τραβώ, ξεριζώνω2. (για φύλλα και άνθη) ξύνω, τρίβω3. μέσ. ξαίνομαιπροκαλώ αμυχές, γδέρνωαρχ.1. (σχετικά με ύφασμα) κατεργάζομαι, καθαρίζω («τῷ ξανοῡμεν τὸν πέπλον;», Αριστοφ.)2. (σχετικά με πρόσ.) δέρνω, χτυπώ («ἔξαινον τὸ σῶμα μάστιξι», Δίον. Αλ.)3. (για κύμα) χτυπώ την ακτή, χτυπιέμαι στην παραλία4. (για νερό) αφρίζω καθώς πέφτω5. (σχετικά με στάχια) αλωνίζω, τσακίζω6. παθ. α) (για τον λαιμό) είμαι ερεθισμένοςβ) (για τον νου ή την ψυχή) ενοχλούμαι φοβερά, ταλαιπωρούμαι («ξαίνεσθαι τὴν ψυχὴν φροντίδι», Ιώσ.)7. παροιμ. «εἰς πῡρ ξαίνειν» — λεγόταν για κάποιον που ματαιοπονεί.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. συνδέεται με τα ξέω* και ξύω* και έχει κατάλ. -αίνω, που είτε είναι αρχική είτε αναλογική προς το ρ. ὑφαίνω].
Dictionary of Greek. 2013.